χαφιεδισμός

χαφιεδισμός
ο, Ν
1. στάση και συμπεριφορά χαφιέ
2. πράξη και ενέργεια χαφιέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαφιέδ-ες, πληθ. τής λ. χαφιές + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαφιεδισμός — ο ενέργεια που αρμόζει σε χαφιέ, κάθε πράξη χαφιέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκοπία — η κατασκόπευση, χαφιεδισμός, συλλογή πληροφοριών που αναφέρονται στα κρατικά μυστικά μιας χώρας: Τον συνέλαβαν για κατασκοπία και τον έκλεισαν στις φυλακές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”